- ναρκίσσινος
- ναρκίσσ-ῐνος, η, ον,A made of narcissus, Cratin.344, Dsc.1.53.II of the colour of νάρκισσος, PRyl.154.8 (i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναρκίσσινος — ινη, ο (Α ναρκίσσινος ίνη, ον) [νάρκισσος] αυτός που προέρχεται ή είναι φτειαγμένος από το φυτό νάρκισσος («ναρκίσσινον ἔλαιον», Διοσκ.) αρχ. αυτός που έχει το χρώμα τού ναρκίσσου («στολή ναρκισσίνη», πάπ.) … Dictionary of Greek
ναρκίσσινον — ναρκίσσινος made of narcissus masc acc sg ναρκίσσινος made of narcissus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκισσίνου — ναρκίσσινος made of narcissus masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκισσίνους — ναρκίσσινος made of narcissus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκισσίνῳ — ναρκίσσινος made of narcissus masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)